Amfora

Posuti se pepelom,
kakva radosna misao nakon stoljeća sna
u amfori,
pod teretom teškog radovanja.
Teškog, jer čekanje,
prsnuti kao kesten u peći i ležati razrovanog trbuha,
tek tada početi sanjati.

Sanjati o početku masline,
modrici na bedru neba koju je vrana
kljunom izvukla iz vlastita gnijezda,
nit po nit,
dok nije ostalo ničega
osim sna o mršavosti i miru, redukciji,
leđima-keramici,
vratima.

Pojaviti se u sunčevoj pregači.
Kao lebdjeti u obrasloj kočiji,
izdići se u stup koji zrači iz otvora zdjele.

Obična drvena posuda –
– tvrda je koštica našeg pozdrava,
a mlohav je njezin gard.

Otvoriti oči,
pozvati vojsku da okupira grad
i smjestiti čelo u udolinu,
naličje zgloba.

© Marija Dejanović

Ο αμφορέας

Η ταφή σου στις στάχτες
τι χαρούμενη σκέψη, μετά από έναν αιώνα ύπνο
μέσα σε αμφορέα,
φορτωμένη βαριές χαρές.
Βαριές απ’ την αναμονή,
να σκαν σαν κάστανο ψητό με το στομάχι του σκισμένο,
και ν’ αρχίζουν να ονειρεύονται.

Ονειρεύονται ελιές,
μηρούς των ουρανών μωλωπισμένους,
που κόρακες
μαζεύουν από τις φωλιές τους με το ράμφος,
κομμάτι κομμάτι,
μέχρι να μη μείνει τίποτα άλλο
μόνο όνειρα ισχνότητας και σιωπή, ελαχιστοποίηση,
ραχοκοκαλιές κεραμικές
και πόρτες.

Φοράς την ποδιά του Ήλιου
κι είναι σαν να πλέεις σε βαγόνι ξέχειλο
και να υψώνεσαι σαν στήλη που διακτινίζεται από μπολ.

Ένα απλό ξύλινο μπολ.
Είναι σκληρός ο πυρήνας του χαιρετισμού μας
και χαλαρό το βήμα του.

Ανοίγεις τα μάτια,
καλείς το στρατό να εισβάλει στην πόλη
κι ακουμπάς το μέτωπό σου σε κοιλάδα
στην μέσα μεριά του αγκώνα.

Μετάφραση: Memi Katsoni