„Háború és béke”

Csillagász voltam.
Fáradhatatlanul kémleltem az eget, a csillagokat
- noha mindegyre a messzi jövőről beszéltek
vagy a távoli múltról; soha közvetlenül
a „rám tartozóról”.
Egy-egy fényes pásztor körül,
a végtelen ében mezőkön
békésen legeltek a csillagnyájak;
nyáresteken, mint fürge terelőkutyák, cikáztak el
köztük a hullócsillagok.
Aztán kitört a háború.
Vérzett a szívem, amikor
el kellett kótyavetyélnem a távcsövemet,
a legjobb távcsövet az országban
(szerintem öt ország legjobb távcsövét),
amely akkor nem sokat ért:
túl jó volt ahhoz, hogy átalakítás nélkül
használhassa a légvédelem.
De muszáj volt túladnom rajta
- nem kétséges, hogy úgyis elkobozták volna;
úri huncutságnak számított a csillagászat,
túlságosan is messzi múltról vagy
távoli jövőről beszéltek a csillagok -
az ellenség, úgymond, nem válogat:
kórház, malom, színház, obszervatórium…
s legjobb védekezés a támadás.
A nyárestek repülőgéprobajjal teltek meg
és szirénavijjogással,
erős reflektorcsóvák
pásztázták az eget.
Mire fölfegyverkeztem távcsövem siralmas árából,
s megtanultam a fegyverekkel bánni,
kitört a béke.
Az emberek föllélegeztek (előbb a háború
lázában, majd a félelem s a nihil légritka terében,
most pedig, ím, a béke, a megmenekített élet
mámorában éltek); a fegyvereknek
nem volt keletjük; annál inkább
az ennivalónak - leköltöztem hát
az égből a földre.
Persze saját darab földet nem volt miből
vennem; örültem, ha beolvasztás céljára
megvették tőlem a háborús kacatot.
Kis földet tudtam bérelni, itt-ott elpusztult,
repesz-szaggatta gyümölcsöst („számtól vonva el” kipótoltam),
s takaros sorokat ültettem konyhakertiekből.
Az első évi termés silányka volt még;
a természetet nem lehet dróton rángatni -
nem háramolhat vissza rögtön
a törődés kamata. Második évben
kezdték már megemberelni
magukat a megmentett növények,
a friss telepítésű gyümölcsfáknak persze
nem lehetett még hozamuk.
Harmadévre, mielőtt még
a termés beérhetett volna: újra háború.
Nappal füst - égő templomok, erdők, olajfinomítók -
éjjel fények fönt, fények lent: légitámadások.
A napszakok összekeveredtek, sőt egymásba mosódtak
még az évszakok is. Iszonyú sebek
a föld testén. - Azzal védtem magam
meg amiről azt mondták, hogy védjem,
amit a hadsereg adott.
Túléltem valahogy, s most megint béke (…) van.
Magam sem tudom még, mihez kezdek.
- Talán nem is lesz soha többé civil tudomány.
                                             Nem érdekel.
Ha nem fogok is (amiként valószínű, hogy nem fogok)
soha többé távcsőhöz ülni,
bizonyos, hogy mostantól szabad szemmel is
csakis és egyedül a csillagokat fogom nézni;
soha többé az emberek arcát, a kipattanó
rügyeket sem a gyümölcsfákon, s még csak a nap előtt
pöffeszkedő felhőket sem többé soha -
mert csak az,
amiről a csillagok beszélnek: aminek saját életemben
nem látom semmi hasznát, aminek sem igazolódását,
sem cáfolatát meg nem érem; ami e mai hangya-népre
(közöttük magamra) nem vonatkozik; egyedül csakis ez
az, mi rám tartozik.

© Sándor Tatár
Produção de áudio: Petőfi Irodalmi Múzeum, 2016

«Πόλεμος και ειρήνη»

Αστρονόμος ήμουν – αστεροβλεψίας.
Εξέταζα ακάματα τον ουρανό με τ’ αστέρια του,
μολονότι πάντα ανάγγειλαν ένα μακρινό μέλλον
ή ένα απώτατο παρελθόν – όμως ποτέ ξεκάθαρα
κάτι που θα ‘ταν «το δικό μου πράγμα».
Γύρω από λαμπρούς βοσκούς
βοσκούσαν σε εβένινα πεδία χωρίς όρια
ειρηνικά κοπάδια αστεριών.
Σε νύχτες του καλοκαιριού τα όργωναν
σαν γοργά τσοπανόσκυλα τα πεφταστέρια.
Τότε ξέσπασε ο πόλεμος.
Η καρδιά μου αιμορραγούσε
όταν αναγκάστηκα τη διόπτρα μου,
την καλύτερη σ’ όλη τη χώρα
(ας προσθέσω: σε πέντε χώρες καλύτερη δεν είχε)
σ’ εξευτελιστική τιμή να ξεπουλήσω.
Πολλά να βγάλεις στους καιρούς εκείνους δεν ήταν δυνατόν,
γιατί, χωρίς μετασκευή, για σκοπούς αεράμυνας
θα πήγαινε χαράμι.
Έπρεπε οπωσδήποτε να την ξεφορτωθώ –
έτσι κι αλλιώς θα κατασχόταν,
για παραξενιά της αριστοκρατίας περνιόταν δα η αστρονομία.
Αυτό που ανάγγειλαν τ’ αστέρια χανόταν στο μακρινό παρελθόν
ή στο απώτερο μέλλον –
ο εχθρός, όπως λέγεται, δεν κάνει διακρίσεις, αδιάφορο
αν νοσοκομείο, μύλος, αστεροσκοπείο, θέατρο…
η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα.
Τα βράδια του καλοκαιριού βούιζαν τώρα απ’ τα αεροπλάνα
και τα ουρλιαχτά των σειρήνων,
στιβαρές δέσμες φωτός απ’ τους προβολείς εντοπισμού
χτένιζαν το θόλο του ουρανού.
Όταν με το πενιχρό κέρδος της διόπτρας μου κατάφερα
να εξοπλιστώ και να μάθω ως και τα όπλα να χειρίζομαι,
ξέσπασε η ειρήνη.
Οι άνθρωποι ανάσαναν (στην αρχή είχαν ζήσει στον πολεμικό πυρετό,
μετά στον ενδεή εναέριο χώρο του φόβου και του μηδενός,
και τώρα, κοίτα να δεις, έχοντας γλυτώσει για άλλη μια φορά,
ζούσαν στη μέθη της ειρήνης). Όπλα δεν χρειάζονταν πια,
μόνο περισσότερο φαΐ, και έτσι κατέβηκα
απ’ τον ουρανό στη γη.
Ωστόσο, ν’ αποκτήσω ένα κομμάτι γης
δεν είχα τα μέσα. Και μόνο που βρέθηκαν αγοραστές
για τα παλιοσίδερα του πολέμου μ’ έκανε να χαρώ.
Μόλις που έφτανε να νοικιάσω ένα χωράφι (οπωροφόρα
δέντρα, στέρφα που και που, διάτρητα από θραύσματα οβίδας,
φύτεμα απ’ την αρχή «κόβοντας και απ’ το φαγητό»).
Κι έβαλα ακόμα και χορταρικά σε κομψές σειρές.
Πενιχρή, ακόμα, η σοδειά της πρώτης χρονιάς,
τη Φύση δεν μπορείς να την έχεις του χεριού σου –
τα κέρδη από καλλιέργεια και φροντίδα
δεν τα τσεπώνεις αμέσως. Τη δεύτερη χρονιά
όσα δέντρα σώθηκαν άρχισαν σιγά-σιγά
να δυναμώνουν. Φυσικά απ’ τα φιντάνια
δεν μπορούσε να περιμένει κανείς να αποδώσουν.
Την τρίτη χρόνια, πριν από την εποχή ωρίμανσης ακόμη,
και πάλι: πόλεμος.
Την ημέρα σύννεφα καπνού – εκκλησίες, δάση, διυλιστήρια να καίγονται –
τη νύχτα φώτα πάνω, φώτα κάτω: αεροπορικές επιδρομές.
Οι ώρες της ημέρας ήρθαν άνω κάτω, ακόμα και οι εποχές του χρόνου
έμοιαζαν η μία στην άλλη χωρίς εναλλαγές – φριχτές οι πληγές
στο κορμί της γης. – Υπερασπίστηκα τον εαυτό μου κι αυτά
που μου ανάθεσαν να προστατέψω, με όσα
μου διέθεσε ο στρατός.
Με κάποιο τρόπο επέζησα, και τώρα πάλι ειρήνη (…).
Ούτε και εγώ ξέρω, τι θα κάνω.
– Ίσως δεν υπάρξει ποτέ πια επιστήμη στην υπηρεσία της ειρήνης.
Εμένα δε με νοιάζει.
Και αν δεν καθίσω ποτέ πια (κάτι που είναι πιθανό)
πίσω από μια διόπτρα,
σίγουρο είναι, ότι από δω και πέρα θα παρατηρώ αποκλειστικά άστρα
δια γυμνού οφθαλμού,
ποτέ πια ανθρώπων πρόσωπα, μα ούτε και μπουμπούκια ν’ ανθίζουν
στα κλαδιά των οπωροφόρων, ούτε καν σύννεφα,
όταν φουσκώνουν μπροστά από τον ήλιο
γιατί μόνο αυτό - το οποίο αναγγέλλουν τ’ αστέρια,
που στην δική μου ζωή
δεν διακρίνω μήτε νόημα μήτε σκοπό να έχει,
που όσο ζω ούτε επιβεβαίωση
ούτε αναίρεση θα έχει, και που δεν αφορά
τις μυρμηγκιές ανθρώπων των καιρών μας (δηλαδή και μένα) –
αυτό και μόνο είναι
το δικό μου πράγμα.

Μετάφραση: Theo Votsos