立陶宛文
Η αράχνη
Καθόμουν ώρες μες στην πλήξη μου και χάζευα
Όπως το κάνουν όλοι αυτοί που κουραστήκανε
Από τα τόσα που ελπίζουν ότι ζήσανε
Στο χλιαρό κενό του να μη σκέφτομαι καθόμουνα
Παρατηρώντας μιαν αράχνη που αιωρείτο.
Εκείνη κάτι θα σκεφτότανε φαντάζομαι
Γιατί όλο ανέβαινε το σιχαμένο ιστό της
Έμενε ακίνητη συσπώντας τις κεραίες κι έπειτα
Ακάθεκτη ορμούσε στο κενό.
Μύγα ή ζωύφιο δεν πέρασε, όσο είδα.
Όμως η θήρα προχωρούσε δίχως θήραμα
Με τη σοφία εκείνου που γνωρίζει πως το ανύπαρκτο
Θέλει δραστήρια τέχνη να το αδράξεις.
Σοφία ωραία λιλιπούτειου τέρατος
Που σε κλωστούλα σάλιου παραμόνευε
Να παγιδέψει το άπιαστο.
Και με χαψιές μεγάλες τέλος καταβρόχθισε
Τις ώρες μου, την πλήξη, το κενό.
录制: 2001 M. Mechner, literaturWERKstatt berlin
Voras
Ilgai sėdėjau nuobodžiaudamas ir žioplinėjau
Kaip įprasta daryti tiems, kurie pavargo
Nuo to, ką jie tikisi išgyvenę
Tūnojau jaukioje negalvojimo tuštumoje
Stebėjau vorą kybantį ore.
Jis kažką galvoja, pamaniau,
Nes nenustygsta savo nelemtam tinkle
Trumpam apmirė sugniaužęs čiuptuvus, po to staiga
Ryžtingai puolė tuštumą.
Musė, joks mašalas nepraskrido, nemačiau.
Bet ir be grobio tęsiasi medžioklė
Su išmintim, kad tuštumai sugauti
Reikia itin išpuoselėto meno.
Graži liliputinio pabaisos išmintis--
Kybant ant seilės siūlo laukti
Kol nesugaunamą sugausi.
Galų gale prarijo jis didele burna
Mano laiką, nuobodulį, tuštumą.