Stavros Zafiriou (Σταύρος Ζαφειρίου)
Madonna Ognissanti
Madonna Ognissanti
Ὑπάρχει μόνον ἕνας δρόμος γιὰ τὸ ἄρρητο,
ὅμοιος δρόμος⋅
μακρὺς σὰν θραῦσμα συνεχές,
μακρύς, μακρὺς καὶ πιὸ μακρὺς ἀκόμα⋅
καὶ ὅπου σταθεῖς γιὰ νὰ ξεκουραστεῖς,
στὴ μέση καὶ στὴ μέση της ἢ στὰ μισὰ τῆς μέσης,
πάντα σοῦ μένει ἄλλη τόση διαδρομή.
Κι ἕνα σημεῖο, τὸ ἐλάχιστο
σημεῖο τῆς σκιᾶς καὶ τοῦ φωτός,
αὐτὸ ποὺ ξετυλίγει τὶς διαστάσεις,
ἱεραρχώντας τὴν προοπτικὴ
τοῦ κόκκου καὶ τοῦ κρύσταλλου
καὶ τοῦ ἀργαλειοῦ ποὺ ὑφαίνει τὸ ὕφασμα
τοῦ ὁρίζοντα καὶ τοῦ ψευδοῦς κενοῦ.
Ὅπως ἡ σπείρα ξετυλίγει τὸν ἑαυτό της,
τροχιὰ θαρρεῖς περιδινούμενων σχημάτων,
μοιράζοντας τὸ λίγο στὸ πολὺ
καὶ τὸ πολὺ μοιράζοντάς το στ’ ὅλο,
σὰν ἀλληγορικὴ δημιουργία
ἢ θαῦμα δουλεμένο ἀπὸ τὸν νοῦ,
ποὺ βάζει τάξη στὸ πλῆθος τῶν ἁγίων
καὶ στῶν ἀγγέλων τὰ κλειστὰ φτερά.
Αὐτὰ σκεφτόταν ἑφτακόσια χρόνια πρὶν
ὁ Ἰταλὸς ζωγράφος Τζότο ντὶ Μποντόνε
ἐνῶ μετροῦσε κάτω ἀπ’ τὶς γραμμὲς
σὲ ὀρθὲς γωνίες
–σαράντα πέντε μοῖρες τ’ οὐρανοῦ,
σαράντα πέντε μοῖρες τοῦ ἀνθρώπου–
τοὺς τόνους ἀντιθέτοντας τῆς τέλειας ὀμορφιᾶς
στὴν Ἔνδοξη Μαντόνα του
ποὺ κάνει πὼς χαμογελᾶ, τὸ γόνατο
χαϊδεύοντας τοῦ Βρέφους.
Ἀδυνατώντας ὅμως νὰ ἐξηγήσει
πῶς κάτι ποὺ ἀλλάζει διαρκῶς
μπορεῖ καὶ παραμένει πάντα τὸ ἴδιο
σὲ μιὰν ἰδεατὴ ἀναλογία,
ὅπου ὅ,τι μοιάζει ἀληθινὸ δὲν εἶναι βέβαιο,
ἐνῶ τὸ βέβαιο δὲν μοιάζει ἀληθινό.
Αὐτὰ σκεφτόταν ταξιδεύοντας
στὸ τραῖνο τῶν ὀχτώ,
δεύτερη θέση Σιένα-Φλωρεντία,
ἑξῆντα ἑφτὰ χιλιόμετρα σὲ σταθερὴ τροχιά
μὲ ὥρα ἄφιξης ἐννέα παρὰ πέντε.