Stratis Paschalis (Στρατής Πασχάλης)
Ο ΤΡΕΛΟΣ ΚΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Ο ΤΡΕΛΟΣ ΚΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Βράδυ το Μέγα Σάββατο σε κάποιο σπίτι ορεινό
- δίχως εμένα οι φίλοι στ' απέναντι χωριό
είχανε φύγει να σταθούν για λίγο την Ανάσταση -
μέσα στην άδεια κάμαρη απ' τ' ανοιχτό παράθυρο
κοίταζα το τοπίο
η ολοσκότεινη πλαγιά γέμιζε αργά φλόγες κεριών
και των ψαλμών ο αντίλαλος έφτανε απ' αντίκρυ
και το φεγγάρι όταν χάραξε σε ρόλο κατανυκτικό
ακούστηκε πιο παγερός στη λαγκαδιά ο ρόχθος
τα δάση έμοιασαν πιο μυστικά
του όρους φάνηκαν ωχρές, οι χιονισμένες πέτρες
ζύγωνε πια η ώρα ν' αναστήσουν
(εκείνοι απέναντι πολλοί, μια φλόγινη κυψέλη
κι εγώ εδώ στην ερημιά μόνος μου ν' αγναντεύω)
όταν αιφνίδια
κάτι ακούστηκε έξω απ' το σπίτι
κλαδιά αναδεύτηκαν, πατήματα στα χόρτα,
και πριν προλάβω ν' απορήσω να στρέψω ή να φοβηθώ
βρέθηκε μες στην κάμαρα (η πόρτα έμενε ανοιχτή)
αλλόκοτο ένα πλάσμα
νέος κοντός και στιβαρός -φιγούρα του χωριάτη-
μαύρα κι ανάκατα μαλλιά
η όψη μαραμένη
τα μάτια του γυαλίζανε ανήσυχα κοιτώντας
γύρω τριγύρω ψάχνοντας
είπε στη γλώσσα του βουνού
"φίλε μου, ειμ' ο Γιώργης"
τότε θυμήθηκα, το σπίτι το γειτονικό
και το βοσκό που ζούσε εκεί
κι είχε ένα γιο ζουρλό
- μας είπανε το βράδυ του ερχομού
όταν ακούστηκαν κάπου κοντά
κραυγές γρυλλίσματα κι ύστερα γδούποι και βρισιές
κι όλοι μαζί αρχίσανε και ούρλιαζαν οι σκύλοι
θυμήθηκα και πάγωσα, όμως αυτός με κοίταζε
με μια τραχιά μορφή,
βράχος που μοιάζει πρόσωπο και που χαμογελά,
κι ύστερα κάθισε σαν αστραπή στην άκρη της φωτιάς
κι όρθιος εγώ τον κοίταζα δίχως φωνή, ανάσα
είπε ξανά τραυλίζοντας " φίλε μου, ειμ' ο Γιώργης
που είδε το διάβολο μια νύχτα σαν κι απόψε
να πέφτει να γκρεμίζεται
στο βάραθρο, μια πέτρα,
βγήκε στο φως του φεγγαριού
ίδιος Χριστός και σύρθηκε
με κόκκινο χιτώνα
εκεί ψηλά στα διάσελα
πάνω στο λίγο χιόνι - σβήστηκε μες στην άβυσσο
σα χαλασμένο αστέρι, το βράδυ της Ανάστασης
το τρέμω το φοβάμαι "
επάνω εκεί ακούστηκαν
οι κρότοι των βεγγαλικών, κι οι λάμψεις τιναγμένες
κι αυτός πετάχτηκε έξαλλος, φρικτός, κυνηγημένος,
όπως τρομάζει μια βροντή το λουφαγμένο αγρίμι
χάθηκε μες στην ερημιά άξαφνα όπως ήρθε
πάλι μονάχος έμεινα
μπρος στ' ανοιχτό παράθυρο
άλαλος και χαμένος, κι όταν οι άλλοι γύρισαν
τίποτε δεν ξεστόμισα, τις μέρες που ακολούθησαν
ούτε που φάνηκε ξανά
μέχρι που πήραμε το δρόμο για την πόλη
μόνο αφού πέρασε καιρός
μου είπαν πως μαθεύτηκε
πως ο ζουρλός γιος του βοσκού
γύριζε τώρα εκεί ψηλά
κι έλεγε στον καθένα
βράδυ το Μέγα Σάββατο που είχαμε ανέβει στο βουνό
μες σ' ένα σπίτι έρημο
μπρος σ' ανοιχτό παράθυρο
το διάβολο πως είδε που κοίταζε απέναντι να γίνεται η Ανάσταση
κι έλιωνε απ' το κακό του