Stavros Zafiriou (Σταύρος Ζαφειρίου)
Lebensraum
Lebensraum
— Περνάει ὁ στρατός, ὁ στρατός, ὁ στρατός.
— Περνάει ὁ στρατὸς καὶ ποῦ πηγαίνει;
— Στὸν πόλεμο πηγαίνει ὁ στρατός. Ὁ στρατὸς
στὸν πόλεμο πηγαίνει νὰ νικήσει.
— Ποιούς πρέπει νὰ νικήσει ὁ στρατός; — Ὁ στρατὸς
τοὺς ἄλλους ὅλους πρέπει νὰ νικήσει.
— Κι ἂν τοὺς νικήσει τί θὰ κάνει ὁ στρατός; — Ὁ στρατὸς
καινούρια σύνορα θὰ δώσει στὴ φυλή του.
Ἄνθρακες, θησαυροὺς καὶ ἀνοχύρωτες
πόλεις ποὺ οὔτε γνωρίζει τ’ ὄνομά τους.
— Καὶ τοὺς μεγαλοστεϊκοὺς καὶ ὅσους νικήθηκαν
κι αὐτοὺς ποὺ δὲν ἀξίζουν νὰ ὑπάρχουν
ποῦ θὰ τοὺς ὁδηγήσει ὁ στρατός; — Ὁ στρατὸς
σὲ ἄλλα τοπία θὰ τοὺς ὁδηγήσει⋅
στὸ Μπίρκεναου, στὴν Τρεμπλίνκα
καὶ στὸ Χέουμνο καὶ στὸ Γκουαντανάμο
καὶ στὸ Μπέλσεν.
— Καὶ ὅταν τοὺς ὁδηγήσει ὁ στρατός; — Ὁ στρατὸς
σὲ νέο πόλεμο θὰ πάει νὰ νικήσει.
Γιατὶ εἶναι ὁ πόλεμος πατρίδα
τοῦ στρατοῦ. Κι ὁ στρατὸς
δὲν ἔχει ἄλλη πατρίδα νὰ γυρίσει.
Ἀράδα ἀράδα κόβουν τὸ χορτάρι
γιὰ νὰ πλαγιάσουν κάτω ἀπὸ τὴ γῆ,
χιλιάδες λεῦγες μακριὰ γιὰ νὰ πλαγιάσουν
κάτω ἀπ’ τὶς φτέρες καὶ τὰ σταχτοβότανα.
— Μάταιο, μάταιο, εἶπε ἡ φωνή.
Ὅπως τόσες φορὲς ποὺ ἔχει γίνει,
τόσες φορὲς ποὺ ἔχει ξεχαστεῖ.
Μάταιο, ὅπως τὸ κορίτσι ποὺ ὀνειρεύεται⋅
ὅπως ἕνα κορίτσι ποὺ ὀνειρεύεται
πὼς βάζει ἀπ’ τὶς πληγές τους κοκκινάδι.
Νέοι κι ἐγκόσμιοι ὅσο κρατοῦσε ἡ νύχτα,
γράφοντας λέξεις βιαστικές,
κρύβοντας μὲς στὴ χούφτα τους τὴν κάφτρα,
μὲς στὸ σκοτάδι αὐτὸ τὰ πρόσωπά τους,
κοιτώντας στὴ μεριὰ ποὺ θὰ φανοῦν.
— Θὰ ἔρθουν. Θά ’ρθουν τώρα οἱ νεκροί. Οἱ νεκροὶ
σὲ φάλαγγα κατ’ ἄνδρα στοιχημένοι.
— Ποιούς πρέπει νὰ νικήσουν οἱ νεκροί; — Οἱ νεκροὶ
τοὺς πεθαμένους πρέπει νὰ νικήσουν.
— Κι ἂν τοὺς νικήσουν τί θὰ κάνουν οἱ νεκροί; — Οἱ νεκροὶ
καινούρια μνήματα θὰ δώσουν στὴ φυλή τους.
Καινούριο τόπο στοὺς νεκρούς⋅ στοὺς νεκροὺς
μιὰ νέα χώρα, νὰ χωρέσουν ὅλοι.