Άρδανα ΙΙ
Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
- Μιλάτε Αγγλικά;
- Καταλαβαίνω.
- Αυτό είναι το σπίτι μου;
- Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού.
Μα τ΄αναφιλητά μου μ΄ανασήκωσαν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.
Βρεγμένο το κρεβάτι μου – τ΄ όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του; -
εμείς οι δύο το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας: „Χάθηκε ο στρατός μας!“
Τίποτα πια, κανένα πλοίο εν όψει καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος,
η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν η ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το
σπίτι. Δεν τ΄αναγνωρίζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα.
Στοιχηματίζω αν με θωρούσες, θα ΄βαζες τα κλάματα.
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πια στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου –
ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
- Τι φης; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε που τ΄αναγνώριζες, αλήθεια:
- Δεν ήταν δικό μου πιά, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη!
Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house
I was born? Και μου΄πεν η Τουρκάλα: „Ναι, αυτό είναι“.
Μυστήριο! Πού ήξερε πως ήταν το σπίτι αυτό που εγώ το φως του ήλιου
πρωτοείδα, πως ήταν τόσο βέβαιη;
De: Μεθιστορία
Producción de Audio: Literaturwerkstatt Berlin 2010