Τοπιογραφίες Ι

Είναι μια παγωμένη μέρα.

Μια άψυχη φτερούγα πρωινού φωτός
αιωρείται κοινότοπα.
Αντιστέκεται.
Μυρωδιά πάχνης
και τα κόκκινα φύλλα της πλατανιάς αχνίζοντας.
Το ανείπωτο αγγέλλεται ξανά ειπωμένο.
Νεαρά αυλάκια υδαρούς πρώτης ύλης
τα χέρια μου
κατευθείαν δοσμένα σε μένα
διαβρωμένα από επιθυμίες
δοκιμασμένα από λασπώδεις τρυφηλές νοσταλγίες
εντεταλμένα
προσανατολίζονται.
Μένοντας πιστός σ' αυτό το φως
μαθαίνω πιο σωστά τον εαυτό μου
θυμάμαι πιο σωστά τον εαυτό μου
έξω από κάθε πρόβλεψη και το πραγματικό.
Ήσυχα που καπνίζει το φθινόπωρο.
Το δάσος της ερεθισμένης μου σκέψης ταράζεται πάλι.
Υπερίπταται.


Ο ήχος ένα κόκκινο που σβήνει μέσα στο στόμα μου.
Κλείσε τα μάτια
Κλείσε καλά τα μάτια στην —

εγώ εσύ κι αυτό

Μια χούφτα θλίψη σκορπίζεται πάνω απ' τη θάλασσα.
Η θάλασσα έχει ένα θρίαμβο.
Εμείς δεν έχουμε κανέναν.
Ένα ζευγάρι μόνο τα χέρια μας
άσπρα μέσα στα πράσινα
διαβρωμένα από επιθυμίες
δοκιμασμένα από λασπώδεις τρυφηλές νοσταλγίες
δανεισμένα χέρια
ζουν
για μια στιγμή λίγο λαμπρότερα
ακυρωμένα
ο μικρός βίαιος στρατός μιας επιτακτικής ασημαντότητας
ένα ζευγάρι μόνο τα χέρια μας
χωρίς φτερά
χέρια πού ξετυλίγουν και τυλίγουν υποσχέσεις
αναγκάζοντας τη φθορά σε παραίτηση.

εγώ εσύ κι αυτό

Ή φρίκη της λέξης που προστίθεται στη φρίκη της άλλης λέξης


ενώ πλαγιάζουμε σιωπηλοί στα σκοτεινά
και κοιταζόμαστε

ενώ κρατιόμαστε σιωπηλοί
σφιχτά
και κοιταζόμαστε
και δε ζητάει ή καρδιά
γιατί είμαστε φτωχοί
μόνο ανασαίνει ρυθμικά
σ' αέναο σφυροκόπημα.

© Dimitra Kotoula & Nefeli 2004
De: Τρεις Νότες Για Μια Μουσική
Αθήνα [Athens]: Εκδόσεις Νεφέλη, 2004
Producción de Audio: Literaturwerkstatt Berlin 2010

Landscapes I.

It’s an icy day.

A lifeless wing of morning light
hangs there, defiant
banal.
The smell of frost
and the red leaves of the plane tree steaming.
Fresh furrows of wet raw material
my hands
held straight out to me
worn down by desires
dragged through the mud of all that indulgent nostalgia
find their bearings.  
Remaining faithful to this light
I perceive myself more clearly
I remember myself more clearly
beyond the expected or the actual.
The autumn smoke rises peacefully.
The forest of my inflamed thought stirred up again.
Hovering.
A sound fading red into my mouth.
Keep your eyes-
Keep your eyes closed to-

I, you and- this.

Grief is scattered in handfuls above the sea.
The sea so apparently glorious.
We have no glory.
Only our hands now coupled
white hands amidst the greens
worn down by desires
dragged through the mud of all that indulgent nostalgia
hands borrowed and lent
live
for a moment almost bright
then are reduced to nothing
the small violent army of an imperious triviality
only our hands a couple
-but wingless-
ravelling and unravelling promises
forcing decay to recede.

I you- this.

The horror in words rising
we lying
silently
in the dark
each starring at the other


each holding onto the other
silently
in the dark


and the heart asks for nothing


-for we are poor-


just breathes


-the rhythmical breath of its own relentless pounding.

translated by Anthony Hirst and Dimitra Kotoula