maribor

eine herzschwäche des lichts
ein übergriff ins gestern
ein fluss mit pflaumen an den ufern
birnen ein markt
und als tito kam die dörfer
und als tito kam die gesunden
männer und die gesunden frauen
und die kinder die ihre hunde an stricken
mit fortnahmen
und danach
und in den wäldern die geschosse
den wäldern den wäldern den hügeln
mit weichem grünlichem licht
und im herbst im sommer winter
und das frühe verlassene jahr
wie es den anderen folgte
folgte folgten einander fort
die angler die metzger
nüsse zu sammeln nüsse
von innen pocht es hohl
eine leere in den früchten und wer
hob sie auf wer aß
davon was blieb maribor
mit wirbeln aus glas aus glas
sind die hunde zurückgekommen zuerst
mit ihren losen langen stricken
die niemals gelassen wurden nur fester
gedrückt und gepresst in den
blinden händen den vergessenen händen
mit den wimpern
zum baden gehen zum tauchen
im dorfsee im dorfteich
in den vertiefungen der landschaft
in den spiegelungen eines neuen tags
die wimpern wimpern und der strick
des hunds am tag und unter
den erinnerungslosen wolken
im grünlichen grünlichen
wo einer kam wo alles im gehen
verblasst.

© Carl Hanser Verlag, 2016
From: Proben von Stein und Licht. Gedichte
München: Carl Hanser Verlag, 2016
Audio production: Literaturwerkstatt Berlin, 2015

μάριμπορ

μία στηθάγχη του φωτός
μια έφοδος στο χθες
ένα ποτάμι με δαμασκηνιές στις όχθες
αχλάδια μια αγορά
και όταν ήρθε ο τίτο τα χωριά
και όταν ήρθε ο τίτο οι άντρες
οι γεροί οι γερές γυναίκες
και τα παιδιά που πήρανε μαζί τους τα σκυλιά
δεμένα σε τριχιές και φύγανε
κι ύστερα
μες στα δάση οι πυροβολισμοί
στα δάση στα δάση στους λόφους
με τ’ απαλό χλωροπράσινο φως
και το φθινόπωρο το καλοκαίρι χειμώνα
κι η πρώτη ρημαγμένη άνοιξη
πώς ακολούθησε τις άλλες
ακολούθησε ακολούθησαν ξωπίσω
κι οι ψαράδες οι χασάπηδες
καρύδια να μαζέψουνε καρύδια
κούφιο ακουγόταν από μέσα
το άδειο των καρπών και ποιος
τους μάζεψε ποιος έφαγε
τι απόμεινε το μάριμπορ
με στρόβιλους από γυαλί από γυαλί
πρώτα γυρίσαν τα σκυλιά
λυμένες οι μακριές τριχιές τους
που πριν ποτέ δεν τις αμόλησαν παρά
τις σφίγγαν κι άλλο τις πίεζαν πάνω
στα χέρια τα τυφλά τα ξεχασμένα χέρια
και με τα ματοτσίνορα
να πάν’ να κολυμπήσουν να βουτήξουν
στην ψαρολίμνη του χωριού, μες στη μικρή λιμνούλα 
στις γούβες του τοπίου
στης νέας μέρας τους κατοπτρισμούς
τα τσίνορα τα τσίνορά τους κι η τριχιά
του σκύλου με τη μέρα και κάτω 
από την αμνησία του σύννεφου
στο πράσινο στο πράσινο 
εκεί όπου κάποιος γύρισε εκεί όπου όλα 
κάποτε περνούν και
ξεθωριάζουν.

Translation: Elena Pallantza