لا تصدّقوني إن حدّثتكم عن الحرب

تشغلني الحرب. لكنّي أخجل من الكتابة عنها. أجلد استعاراتي ثمّ أسترحمها. يقودني الألم نحو وصف رصاصةٍ، فأتراجع نحو وصف صفعةٍ عاطفيّة. أبقر بطن الكلام فيستفيق ضحايا الهاراكيري، جميعهم، ويبقرون بطني.
لا تصدّقوني إن حدّثتكم عن الحرب، لأني أتحدث عن الدم وأنا أشرب القهوة، وعن القبور وأنا أقطف الصفّير في مرج بن عامر، وعن القتلة وأنا أمعن في قهقهة الأصدقاء، وعن مسرحٍ محروقٍ في حلب وأنا أقف الآن أمامكم في هذا المسرح المكيّف.
لا تصدّقوني إن حدّثتكم عن الحرب، لأني كلما قصفتُ شوارع المدينة في القصيدة، اضطجع الإسفلت ومالت عليه المصابيح ومرّ الأنبياء بسلام.
كّلما خلتُ جلد أبي مسلوخًا فيها، ألمسه سليمًا في العناق. وكلّما سمعت نواح أمي، هدهدتني بأغنيةٍ قديمةٍ وغفيت كملاك.

لكنّ الأحلام صكوكٌ مفتوحةٌ
توقّعها امرأةٌ حورانيّةٌ لا أعرف ملمحًا واحدًا فيها، سوى أنّي حين تخطئ سكيني ورقة الخسّ، أشمّ رائحة قبيلة الدم التي تركها جدّي في جسدينا.
الأحلام صكٌ مفتوح، يوقّعه أبناء قاسيون الذين همسوا لفظها في أذني في نصف غفوةٍ، ولم أتأكد من أين نبت اسم الجبل إلا حين بحثت عنه في جوجل.

الصّك الأوّل:
في حشدٍ شديد الغموض، يمسني وضوحٌ فاجرٌ.
وسط هندسةٍ متقنةٍ لضوضاء الجغرافيا، تعبرني، بهدوءٍ، رصاصةٌ عند أسفل الظهر،
يزداد غموض الحشد، يُحكم إغلاق نوافذ الأذن من الداخل. الثقب طازجٌ كنبع ماء، الدمّ حارٌ كصوت أمي في الأغنية، ناعمٌ كجلد أبي.

الصّك الثاني:
حوصرت في أكثر بقع العالم قداسةً.. انهال عليّ رصاصٌ كما انهالت كلمات الرّب على الأنبياء..
قبضت على حجرٍ فسال من يدي. سبقت الجنود فسبقني الزمن. وحيثما غفى المسيح قبل أن يكبر ويحملنا على ظهره، انكمشت كقطّةٍ خائفة.

الصّك الثالث:
خوف في الشام.


لا تصدّقوني حين أحدّثكم عن الحرب
لأني لم أسمع طلقةً في حياتي سوى تلك التي رماها أبي من جفته في عنق يمام مرج بن عامر. ولم أشمّ دمًا من جرحٍ إلا ذاك الذي شممته مع أمي حين حضتُ لأوّل مرة.
ليس لديّ رصيدٌ في بنك الحرب، لكنّ حورانيّةً طمأنتني بأن صكوكي صالحة.

© Asma'a Azaizeh
Audio production: Haus für Poesie / 2016

ΑΝ ΤΥΧΕΙ ΝΑ ΣΑΣ ΜΙΛΗΣΩ ΓΙΑ ΠΟΛΕΜΟ ΜΗΝ ΜΕ ΠΙΣΤΕΨΕΤΕ

Ο πόλεμος κυριεύει τη σκέψη μου, μα νιώθω ντροπή να γράψω για τον πόλεμο. Μαστιγώνω τις μεταφορές, ύστερα τις ικετεύω. Ο πόνος με κάνει να τραβηχτώ για ν’ αφήσω να φανεί η σφαίρα, να φανεί το χαστούκι στην καρδιά. Οι λέξεις που κάναν χαρακίρι ανασταίνονται και με ξεκοιλιάζουν.
Αν τύχει να σας μιλήσω για πόλεμο μην με πιστέψετε, γιατί μιλούσα για αίμα κι έπινα καφέ, μιλούσα για τάφους και μάζευα μαργαρίτες στην κοιλάδα Μαρτζ μπιν Άμερ, μιλούσα για δολοφόνους ενώ άκουγα τους φίλους μου να ξεκαρδίζονται, στεκόμουν μπροστά σας επάνω σε σκηνή κλιματιζόμενου θεάτρου και μιλούσα για ένα καμένο θέατρο στο Χαλέπι.
Αν τύχει να σας μιλήσω για πόλεμο μην με πιστέψετε, γιατί όταν βομβάρδισα τους δρόμους της πόλης μες στους στίχους μου η άσφαλτος έγειρε, τα φώτα χαμήλωσαν κι οι προφήτες διέσχισαν την πόλη εν ειρήνη.
Φαντάστηκα τη σάρκα του πατέρα να ξεσκίζεται, αλλά τον ακουμπώ και τον κρατώ στην αγκαλιά μου σώο κι αβλαβή. Φαντάστηκα τη μάνα να θρηνεί, αλλά εκείνη με βάζει για ύπνο, με νανουρίζει μ’ ένα παλιό τραγούδι κι αποκοιμιέμαι σαν αγγελούδι.
 
Μα τα όνειρα είναι ανοιχτές επιταγές
Υπογεγραμμένες από μια κυρά αγνώστων χαρακτηριστικών απ’ το Χουράνι, κι όταν με το μαχαίρι στο χέρι έτοιμη να κόψω μαρούλι ξαστοχώ, μυρίζω το αίμα της φυλής που άφησε ο παππούς σημάδι στα κορμιά μας.
Τα όνειρα είναι ανοιχτή επιταγή υπογεγραμμένη απ’ τους γιους του όρους Κασιούν, ψιθυρισμένα στο αυτί μου μέσα σε ονειροπόληση, χωρίς να ’χω ιδέα από πού βγαίνει το όνομα Κασιούν μέχρι που το ’ψαξα στο Google.
 
Η πρώτη επιταγή:
Μες στην ερμητικότητα του πλήθους με αγγίζει εκστατική διαύγεια.
Καταμεσής του θαυμαστού μηχανισμού της χλαλοής με διαπερνά ήσυχα μια σφαίρα χαμηλά στην πλάτη.
Η ερμητικότητα του πλήθους γιγαντώνεται, κανένας ήχος δεν περνάει, τα παραθυρόφυλλα της ακοής είναι από μέσα κλειστά. Η τρύπα είναι φρέσκια σαν πηγή νερού, το αίμα ζεστό σαν τη φωνή της μάνας στα τραγούδια, απαλό σαν το δέρμα του πατέρα.
 
Η δεύτερη επιταγή:
Ήμουν πολιορκημένη στου κόσμου τον πιο ιερό τόπο. Οι σφαίρες έπεφταν επάνω μου όπως οι λέξεις του Θεού επάνω στους προφήτες.
Σήκωσα μια πέτρα που έλιωσε μες στο χέρι μου. Προσπέρασα τους στρατιώτες και είδα να με προσπερνά ο χρόνος. Μαζεύτηκα σαν το γατί που ζάρωσε απ’ τον φόβο εκεί που ο Ιησούς αποκοιμήθηκε πριν ανδρωθεί και μας σηκώσει όλους στους ώμους Του.
 
Η τρίτη επιταγή:
Τρόμος στον Λεβάντε.
 
Αν τύχει να σας μιλήσω για πόλεμο μην με πιστέψετε
Γιατί δεν έχω ακούσει ήχο άλλης σφαίρας από κείνες που έριχνε με το δίκαννο ο πατέρας μου στης Μαρτζ μπιν Άμερ τα περιστέρια. Ούτε έχω μυρίσει άλλο αίμα απ’ το αίμα της πρώτης περιόδου μου πλάι στη μάνα.
Δεν έχω λογαριασμό στην τράπεζα του πολέμου αλλά μια κυρά απ’ το Χουράνι μου ’πε στα σίγουρα ότι οι επιταγές μου δεν είναι σκάρτες.
 

translated into Greek by Aggelina Riga and Jazra Khaleed
for Teflon, vol. 17, summer-autumn 2017