غياب 3

أهله
كيف مات؟
هل ضربوه على رأسه
فهوى على البلاط بدون حياته؟
أم ظل يئن أسبوعاً
من النزف والجوع والهذيان؟
هل قصدوا قتله؟ أم أنه هو من قرّر أن يموت؟
هل دفنوه؟
أم تركوا جثته تتفسّخ
وتدفن أصحابَهُ رائحةُ الموت؟

الميّت
أنا من أنا الآن؟
نسيتُ من كنتُ
وكيف جئتُ!
ولماذا أنا هنا!

نسيت كل شيء تماماً
بل صرت محايداً
إلى درجة أنني أصبحُ خارج المشهد،
وهم يفتكون بي،
أراهم وأشفق على دأبهم العبثي
في الضرب والتكسير
وذلك الذي أظنه كان يسمّى جلداً ماتْ
بات كبلاط الغرف
أو جدرانها.

أنا من أنا الآن؟
أظنّني ولدتُ من أم، أظنني أخاً لإخوة كثيرين
أظنّني تزوجتُ
أو أنجبت،
أو ربما لا.. لستُ متأكداً
أظن فقط
أعيش في الظنون
وكلي أمل أن يقتلوها سريعاً.

أهله
حين كنتَ تموت
كنا نهاجر
بينما روحك تحشرج خارجةً منك كنا نخرج
عبر الجبال
إلى البحر..

تئنُ من امتزاج برودة غرفة التعذيب
بحرارة السّياط والعصي،
نحن كذلك
نمشي بردانينَ متعرقينَ
نرتجف من البرد
ونختنق من سخونة الخطوات..

حين ركبنا القارب
كنت كذبيحةٍ لا تجد أنينها،
وليس سوى قليل من الوقت
حتى كنا تحتَ الماء
غير قادرين على الصراخ
فالصوت يغرق أيضاً.

الميّت وأهله
التقينا
بعد النَّفَس الأخير مباشرةً،
في موتٍ عائلي حميم.

لا تهمنا الأسماء
لا نبالي إلا أننا معاً
أما ما بين الموت والحياة
فتلك فروق طفيفة.


© Raed Wahesh
Audio production: Literaturwerkstatt Berlin/Haus für Poesie, 2016

ΑΠΟΥΣΙΑ

Οι γονείς του


Πώς να πέθανε άραγε;

Τον χτύπησαν στο κεφάλι

και σωριάστηκε στα πλακάκια νεκρός;

Ή στέναζε μια βδομάδα ολόκληρη

αιμορραγώντας, λιμοκτονώντας, παραληρώντας;

Είχαν σκοπό να τον σκοτώσουν 

ή μήπως επέλεξε ο ίδιος να πεθάνει;

Τον έθαψαν;

Ή άφησαν το πτώμα του ν’ αποσυντεθεί,

στην οσμή του θανάτου να ταφούν οι συντρόφοι του;


Ο νεκρός


Ποιος να ’μαι τώρα;

Ξέχασα ποιος ήμουν,

πώς έφτασα εδώ

και γιατί βρίσκομαι εδώ!


Τα πάντα ξέχασα.

Νιώθω τόσο αμέτοχος

λες και δεν είμαι παρών

την ώρα που με βασανίζουν.

Τους κοιτώ και συμπονώ την παράλογη μανία τους

έτσι όπως με χτυπούν για να με σπάσουν.

Αυτό που νόμιζα δέρμα μου έχει πια πεθάνει,

ίδιο έχει γίνει με τα πλακάκια του κελιού

ή με τους τοίχους του.


Ποιος να ’μαι τώρα;

Υποψιάζομαι ότι με γέννησε μια μάνα, 

ότι έχω αδέρφια πολλά,

υποψιάζομαι ότι παντρεύτηκα,

ότι έκανα παιδιά.

Ή μήπως όχι... σίγουρος δεν είμαι, 

απλά το υποψιάζομαι.

Ζω με την υποψία,

ελπίζω να τη σκοτώσουν σύντομα κι αυτή.


Οι γονείς του


Όταν εσύ ξεψυχούσες 

εμείς μεταναστεύαμε,

την ώρα που βρυχώμενη η ψυχή σου 

το σώμα σου εγκατέλειπε

εμείς μέσ’ απ’ τα βουνά

τραβούσαμε το δρόμο για τη θάλασσα.


Στην παγωνιά του θαλάμου βασανιστηρίων,

στην κάψα των μαστίγιων και των κλομπ πόσο στέναζες, 

κι εμείς το ίδιο,

καθώς προχωρούσαμε λουσμένοι στον ιδρώτα,

τουρτουρίζοντας απ’ το κρύο,

τα πόδια μας έκαιγαν.


Όταν ανεβήκαμε στη βάρκα

ήσουν πια σφαχτάρι 

που ’χε πάψει να στενάζει˙

λίγο μετά

βρεθήκαμε κάτω απ’ το νερό,

ανήμποροι να φωνάξουμε,

ούτ’ η φωνή γλιτώνει απ’ τον πνιγμό.


Ο νεκρός κι οι γονείς του


Αμέσως μετά την τελευταία μας ανάσα

συναντηθήκαμε

σ’ ένα θάνατο στενά οικογενειακό.


Δεν μας νοιάζουν τα ονόματα,

μόνο μας μέλημα να ’μαστε μαζί.

Μεταξύ ζωής και θανάτου

οι διαφορές είναι αμελητέες.