Vassilis Amanatidis
Πιγκουΐνος ή Πώς κλειδώθηκα έξω απ’ το σπίτι
Πιγκουΐνος ή Πώς κλειδώθηκα έξω απ’ το σπίτι
Χτυπάει η πόρτα. Ναι;
τη ρωτώ, μα δεν απαντάει
Άρα κανείς
Και λέω Ας δω το ματάκι
μήπως κάποιος που είναι βουβός
ενεδρεύει
Ανοίγω: εκεί κάτω
Ένας πιγκουΐνος στο φως
Με μάτια φωσφόρου κλειστά
με κοιτάζει
Ντροπαλός, μα ξυνόταν και στην πλάτη
ξεδιάντροπα
Δεν ρωτάω Τι θέλεις εσύ
Καμπουριάζει ελαφρά
και μου δείχνει –
με φτερό σαν επίμονο χέρι– το
Σπίτι. Μα με μιας ξεγλιστράει
ποτ ποτ στα σκαλιά
Κοιτάζω: λείπουν τα έπιπλα, στάζει
η θερμάστρα μου χιόνι. Μα κλείνει
η πόρτα. Κλειδώθηκα έξω. Σαλεύει
στον διάδρομο μια μαύρη σελήνη
Την πόρτα χτυπάω Αχ, κλειδώθηκα έξω!
Μα δεν απαντάω
Άρα κανείς.
Και λέω Ευθύς, απ’ το ματάκι θα δω
αν εγώ κατοικώ
στο σπιτάκι μου ακόμη
Εμένα δεν βλέπω
μα στο σαλόνι
η Ανταρκτική:
Κάτασπρη
Ολόκληρη
Λάμπει –κυρτή