Dionýsis Kapsális (Διονύσης Καψάλης)
ΔΙΓΑΜΑ (I.)
ΔΙΓΑΜΑ (I.)
I.
Ἀκόμη κατεβάζει λύματα ὁ αἰθέρας :
στὸ ἐπουράνιο πλυσταριὸ πλένουν τὴ σκάφη
τόσων ἐξαγνισμῶν· οἱ φίλοι μου, σινάφι
σκεπτικῶν ἀνθρώπων στὸ ξάκρισμα τῆς μέρας,
μεταποιοῦν τὰ περσινά τους πάθη, βγαίνουν
στοὺς πλειστηριασμοὺς τῆς νύχτας φωτισμένοι
μὲ μιὰν ἀδιάκριτη φροντίδα κι ὀμορφαίνουν,
στ’ ἀγγελικὰ κατάστιχα ἰσολογισμένοι.
Κι ὅ,τι ξεκίνησα νὰ πῶ νὰ περισσεύει :
μὲ σκοτεινὰ ἀνταλλάγματα, μὲ προσποιήσεις,
τὸ φέρνω παίζοντας στὰ λόγια μου, ξεφεύγει,
ὅταν πληθαίνουνε τοῦ πόνου οἱ συναρτήσεις,
περνάει στὶς πράξεις τῶν ἀγγέλων ποὺ ἀνὰ ζεῦγη
διαπραγματεύονται τὶς μέλλουσες βαπτίσεις.