Ging die Auerstraße hoch

Ging die Auerstraße hoch, durch Baugebiet, und vergaß zu verfolgen,
welcher Weg schon hinter mir lag – keine Schnur, ein Hineindrehen wie
Hineinreden, bis die Stadt nicht mehr zurrte in Fibern. Fieber-, Cyberland,
abgetrennt, war kaum Ziel, für den bangen Aufenthalt.

Ein Friedhof, darin das Theater, die alten Damen noch mottig, in ihre
Kittel gemufft. Hüte der Raben. Ihre hadernde Konferenz, die Zahl an
Zahl um das Efeugrab rankte. Doch ihr Gaukeln zerstob (ich gebe zu,
geschluchzt zu haben).

Empfindlicher Spuk. Danach nur die einzelnen Federn vom Hut, die keine
Federn waren, und auf den Grabstein flogen, der ein Grabstein war, und
so fort, aber für immer, unverwandt im Rumpelgarten der Abwesenheit,
in die ich mich löste.

Die Klinik von Hellichtem außerhalb der Mauern ein Aufkalken nüchterner
Uhrzeit. Mull und Radlager übernahmen die Führung, das Autohaus, in der
Wand einer Brücke, bot Kaffee an. »Setzen Sie sich, haarscharf und Flügel
echt! Diese Haut ist ein Schlachtvieh, wohlsortiert, Kuppeln unverbindlich
und hier, der Plastikknopf zähmt, was Sie sagen – sagen Sie! Hör’n Sie
mal?! Hören Sie? Kein Mucks; nun Sie mögen verschwinden.«

© kookbooks
Aus: Venice singt
Berlin: kookbooks, 2015
Audioproduktion: Literaturwerkstatt Berlin, 2015

[Ανέβαινα την ‘Αουερστρασε]

Ανέβαινα την ‘Αουερστρασε, μέσ’ από την κατοικημένη ζώνη, χωρίς να συγκρατώ
τους δρόμους που άφηνα πίσω μου – μίτος δεν υπήρχε να ξετυλίξω
ή να πειστώ, ώσπου η πόλη έπαψε να σφίγγει τους ιστούς της. Aποκομμένη από
ιστότοπους και cyberland, ανεπαρκείς έτσι κι αλλιώς προορισμοί σε ταξίδια τρόμου.
Νεκροταφείο, θέατρο εντός, γηραιές κυρίες στη ναφθαλίνη, η μούχλα
της ποδιάς τους. Καπέλα από κοράκια. Συνέλευση για καβγά που αναρριχάται πόντο
πόντο κι ελικοειδώς μαζί με τον κισσό των τάφων. Μα τ’ ακροβατικά τους
θα διαλυθούν στη σκόνη (ομολογώ το λυγμό μου).
Ευαίσθητα στοιχειά. Στο τέλος απομείναν κάτι σκόρπια φτερά καπέλου που δεν
ήταν φτερά, και προσγειώθηκαν πάνω στο μνήμα που ήταν μνήμα, και ούτω καθεξής
αλλά για πάντα, προσηλωμένα στους μπαξέδες της απουσίας, μες στην οποία
κι εγώ εξαχνώθηκα.
Η κλινική του Πάμφωτου εκτός των τειχών σαν ενασβέστωση νηφάλιας
ώρας. Γάζες και κύλινδροι ανέλαβαν την ξενάγηση, το πάρκινγκ στον τοίχο μιας
γέφυρας πρόσφερε καφέ. «Καθίστε, το φτερό στην τρίχα, μα την αλήθεια!
Αυτό είναι δέρμα σφάγιου, καλοδιαλεγμένο, αλλάζουμε χαλαρά ταχύτητες,
κι εδώ, το πλαστικό κουμπί μετριάζει ό,τι πείτε – πείτε κάτι! Μ’ ακούτε; Ακούτε; Τσιμουδιά, ε; Χαθείτε τότε από ‘δω πέρα».

μετάφραση: Translated by Elena Pallantza