Ati Solerti  (Άτη Σολέρτη)
Übersetzer:in

auf Lyrikline: 2 Gedichte übersetzt

aus: spanisch nach: griechisch

Original

Übersetzung

ANDARIVEL (POSTLUDIO)

spanisch | Tomás Cohen

                                                             No temamos: la muerte es así
                                                                                             César Vallejo

Al fondo hay siempre arena
y negras lunas nuevas en las uñas.
Al final de mis bolsillos dados vuelta.
Cuando las frazadas mueven montes.

¿Es muy tarde
o muy temprano? Me hablo a ella
hasta que oyes.
                       ¿Quién anda? Asiento,
adelante, que el mar no es azul
si el cielo no lo mira.

Mira lo que traigo en mis bolsillos:
conchitas con tuercas, objeciones
destruidas y centellas de calma
y al fondo hay siempre arena.

Entra, fuera, al cajón del purgatorio
que lame la pelusa de mis bolsillos,
a trajinar donde
adaptadores inútiles y memorias externas
agusanándose entre cables
de admito a abjuro,
donde los recuerdos secos
se desdoblan y redoblan y bifurcan.

Aquí se hundió el mundo anterior.
Queda el agujero
de un amor cavado en la arena
(con las uñas) que sin querer
se va a saciar de cielo
y ser poza en blanco, bocado
de borrón y de espuma
          Aunque mejor
          no. Yo paso.

¡Tú!, que alumbras mi asombro en escalones,
tú que en la ceniza eres aliento que sostiene,
ven al borde que se hunde, al librarme en tu nombre,
con mi nombre en tus manos
como dedos. Me miras,
con ojos de apuntes
          Pero basta. Basta, ya
          me viro.

Palpa mis pausas, tus frutos;
el lápiz desaparecido tras la oreja.
El bolo que integraba con dolor a su ruedo
esquirla a esquirla los meteoros…
mi rimbombo. Estás aquí, espinario
o partero, a la orilla de una cama,
en la polvareda del cajón vaciado
junto a escombros como niños
en jóvenes sin adulto aún
          Ya, ¡caramba! ¡Córtenla!
          Mi costal a rastras
          no da más.

Capea conmigo el valle de la indecisión
y las miserias del ardor y del frío;
los pliegues del plazo fantasmal
en que masco mis costras
y chupo de mis heridas;
baños con escritos de jabón sobre reflejo.
Tina interminable de mi vida estrecha,
vadearon por ti dos lejanos maderos
sólo para chocar y alejarse de nuevo
          Sin baba, acabemos,
          si acabábamos
          cada vez.

Pronto, a muy tarde, dame
vuelta de papel donde no sepa
y ven conmigo bajo la tapa que se cierra,
tomados de las manos como páginas
donde la palabra fuego no queme.
Quedos, juguemos a la semilla
hasta que un rugido nos parta
como al mar del éxodo
          Pero, ¡aún otro pedazo!
          Dale… está bueno,
          un episodio más.
¿No es muy tarde? No,
ya es muy temprano.
Queda el agujero
de un amor cavado en la arena
y el pleamar se acerca,
hunde el mundo anterior:
          ráfaga, trago de
          látigo, cuello atrás,
          cénit en
          nadir.
          Fustiga el
          anca del planeta, el planeta
          vuelve a voltear. La gravedad
          retorna
y el haz de la mirada disuelto en más allá.

El mar partido a la vista del báculo
ruge al cerrar su episodio rojo.
El lomo dorado se traga un éxodo;
los ahogados no cuentan de tesoros.
Al fondo
queda este agujero que se inunda.
Recién montes, frazadas de arena
aterran esta poza todavía azul
donde el cielo sí acaba, te asoma
          ¿Quién anda? El mundo,
alrededor.

© Tomás Cohen
aus: Redoble del ronroneo
Buenos Aires: Buenos Aires Poetry, 2016
Audio production: Haus für Poesie, 2019

ΑΠΌ ΤΟ ΈΝΑ ΑΚΡΟ ΣΤΟ ΆΛΛΟ (ΦΙΝΑΛΕ)

griechisch

                                                        Ας μη φοβόμαστε: έτσι είναι ο θάνατος
                                                                                                    Σέσαρ Βαγιέχο

Στο βάθος υπάρχει πάντα άμμος
και νέα φεγγάρια μαύρα μες στα νύχια.
Στο τέλος οι τσέπες μου αναποδογυρίζουν.
Αφού τα όρη μετακινούνται από κουβέρτες.

Είναι πολύ αργά
ή πολύ νωρίς; Μιλώ σ’ εκείνη
μέχρι ν’ ακούσεις.
           Ποιος είναι εκεί; Πέρασε,
κάθισε, η θάλασσα δεν είναι γαλάζια
αν ο ουρανός δεν την κοιτάζει.

Κοίτα τι φέρνω μες στις τσέπες μου:
όστρακα με βίδες, κατεστραμμένες
ενστάσεις κι αναλαμπές ηρεμίας                                     
και στο βάθος υπάρχει πάντα άμμος.

Μπες, έξω, στο κουτί του καθαρτηρίου               
που γλείφει το χνούδι απ’ τις τσέπες μου,
καθώς μεταφέρεται εκεί όπου
άχρηστοι μετασχηματιστές και εξωτερικές μνήμες
γίνονται σκουλήκια ανάμεσα στα καλώδια
από την παραδοχή στην αποκήρυξη,
όπου οι στεγνές μνήμες
ξεδιπλώνονται και διπλασιάζονται και διακλαδώνονται.

Εδώ βυθίστηκε ο προγενέστερος κόσμος.
Μένει η κοιλότητα
που δυο εραστές σχημάτισαν σε μια παραλία
που χωρίς να θέλει
θα χορτάσει από ουρανό
και θα γίνει μια άδεια λακκούβα, μια μπουκιά
από μουτζούρα και αφρό—
           Όμως καλύτερα
           όχι. Δεν θα πάρω.

Εσύ! Που φωτίζεις σκαλί σκαλί την έκπληξη της σκοτεινιάς μου,
εσύ που στη στάχτη είσαι η πνοή που με κρατά,
έλα στο άκρο που βυθίζεται,
απελευθερώνοντάς με στο όνομά σου,
με το όνομά μου στα χέρια σου
για  δάχτυλα. Με κοιτάζεις,
με μάτια καμωμένα από σημειώσεις—
           Αλλά φτάνει. Φτάνει, πια
           φεύγω.

Ψηλάφισε τις παύσεις μου, τους καρπούς σου· το μολύβι
που έχει εξαφανιστεί πίσω απ’ τ’ αυτί.
Ο σβόλος που ενσωμάτωνε με πόνο στην περίμετρό του                      
θραύσμα το θραύσμα έναν μετεωρίτη…
ο χτύπος μου. Βρίσκεσαι εδώ, απακανθιζόμενος
ή αρωγός στη γέννα, μέσα στo σύννεφο σκόνης κάθε μου κατεδάφισης,
δίπλα σε ερείπια που μοιάζουν παιδιά
μέσα σε εφήβους χωρίς την παρουσία ενήλικα ακόμα—
           Έλεος, πια! Κόφτε το!
           Στη σβάρνα της σκιάς μου
           δεν χαρίζομαι άλλο.
                                         
Βγες μαζί μου απ’ την κοιλάδα της αναποφασιστικότητας
κι απ’ τη μιζέρια της ζέστης και του κρύου·
τις πτυχές της φασματικής περιόδου
στην οποία μασάω τα καύκαλά μου
και ρουφάω απ’ τις πληγές μου·
λουτρά με γράμματα από σαπούνι πάνω στην αντανάκλαση.
Μπανιέρα ατέλειωτη της στενής ζωής μου,
μέσα από σένα έπλευσαν δυο μακρινά κούτσουρα
μόνο για να συγκρουστούν και να απομακρυνθούν ξανά—
           Χωρίς σάλια, ας τελειώσουμε,
           αν τελειώναμε
           κάθε φορά.

Γρήγορα, πολύ αργά, γύρνα με
σαν χάρτινη σελίδα ως το άγνωστο
κι έλα μαζί μου κάτω απ’ το κάλυμμα που κλείνει,
πιασμένοι χέρι χέρι σαν σελίδες
εκεί όπου η λέξη φωτιά δεν καίει.
Ήσυχοι, ας παίξουμε τον σπόρο
μέχρι ένα ουρλιαχτό να μας χωρίσει
όπως τη θάλασσα της Eξόδου—
Αλλά, υπάρχει κάτι ακόμα!
Δώσε… άλλο λίγο,
ένα επεισόδιο παραπάνω.  

Δεν είναι πολύ αργά; Όχι,                          
πια είναι πολύ νωρίς.
Μένει η κοιλότητα
που δυο εραστές σχημάτισαν στην παραλία
και η πλημμυρίδα πλησιάζει,
βυθίζει τον προγενέστερο κόσμο:
           ριπή, γουλιά από
           μαστίγιο, λαιμός
           πίσω, ζενίθ στο
           ναδίρ.
           Μαστιγώνει τον
  μηρό του πλανήτη, ο πλανήτης
           αναποδογυρίζει ξανά. Η βαρύτητα
           επιστρέφει
και η ακτίνα της ματιάς διαλύεται πιο πέρα.

Η θάλασσα χωρισμένη στη θέα του ραβδιού                                              
ουρλιάζει κλείνοντας το κόκκινο επεισόδιό της.
Η χρυσή ράχη καταπνίγει την Έξοδο·
οι πνιγμένοι δεν μιλούν για θησαυρούς.                                                 
Στο βάθος
μένει αυτή η κοιλότητα που πλημμυρίζει.
Πρόσφατα σχηματισμένα όρη, κουβέρτες από άμμο
καλύπτουν αυτή τη λακκούβα, που παραμένει γαλάζια
εκεί όπου ο ουρανός ναι τελειώνει, σε φανερώνει—
           Ποιος είναι εκεί; Ο κόσμος,                             
 τριγύρω.

μετάφραση: Άτη Σολέρτη
translation: Ati Solerti
Published in the Vaxikon Literature Journal of Athens (June, 2020).

ABUELA

spanisch | Tomás Cohen

Blanca Rosa postrada
partes orgullosa a la playa
con pies desnudos sobre la arena caliente
que heredas en terciopelo negro.
Te despides de la ropa hecha con tus manos,
te sacas el dolor y las agujas,
los tumores como botones,
te desnudas incluso de quien eres
para no reconocerte más, e igual amarte
(no te puedo despedir, pero te recibiré)
por si quieres volverte mi hija
que todavía no nace.

© Tomás Cohen
aus: Un árbol de luz íntima
Chile: Ediciones Bastante, 2019
Audio production: Haus für Poesie, 2019

ΓΙΑΓΙΑ

griechisch

Λευκό Τριαντάφυλλο καταπατημένο
αναχωρείς περήφανο για την παραλία
με γυμνά πόδια πάνω στην καυτή άμμο
που κληρονομείς μέσα στο μαύρο βελούδο.
Απαλλάσσεσαι από τα ρούχα που έφτιαξες με τα χέρια σου,
βγάζεις τον πόνο και τις βελόνες,
τους όγκους σαν κουμπιά,
ξεγυμνώνεσαι ακόμα κι απ’ αυτό που είσαι
για να μην σε αναγνωρίσω πια, καθώς και να σε αγαπήσω
(δεν μπορώ να σε αποχαιρετήσω, αλλά θα σε δεχτώ)
μήπως θελήσεις να γυρίσεις κόρη μου
αγέννητη ακόμα.

μετάφραση: Άτη Σολέρτη
translation: Ati Solerti
Published in the Vaxikon Literature Journal of Athens (June, 2020).