Vassilis Amanatidis
Ο λαγός και η εξοχή
Ο λαγός και η εξοχή
Ένας γκρίζος όρθιος λαγός,
ακίνητος,
τα πισινά του πόδια γαντζωμένα σ’ ένα
χώμα,
τα μπροστινά κρεμάμενα, βαριά,
τ’ αυτιά του δύο –
τεντώνονται σαν λάστιχα προς τον αέρα
«Δεν αγαπώ την εξοχή»,
σκέφτεται ο λαγός.
Τις νύχτες δεν κινείται.
Και ο αέρας είναι μπλε.
«Αχ, δεν αγαπώ πια την εξοχή».
Τις μέρες δεν κινείται.
Ο αέρας είναι άσπρος
Κάποιος τον μάγεψε, θεωρεί.
Τέτοια ακινησία!
Έτσι να στέκεται, βουβός,
σαν ν’ αφουγκράζεται αιώνια την κοιλάδα...
Δέντρα δεν βλέπει
μα θα υπάρχουν κάπου, γύρω.
Όμως αυτός δεν αγαπά πια δέντρα
«Όχι, δεν αγαπώ πια την εξοχή –
τελείωσε λοιπόν η εποχή που
την αγαπούσα...»,
σκέφτεται ο λαγός με χάντρες
στις κόχες των ματιών,
κάτω απ’ τα πόδια του –διακόσμηση– το χώμα.
(Ταριχευμένος είναι;)
δεν τον σκεπάζει αυτό το χώμα. Το πατά